περιτηγμα

περιτηγμα
    περίτηγμα
    περί-τηγμα
    -ατος τό шлак, отходы, отбросы Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιτηγμα" в других словарях:

  • περίτηγμα — that which is cast off in smelting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτηγμα — τὸ, Α [περιτήκω] 1. οτιδήποτε αποχωρίζεται ως άχρηστο κατά την τήξη, ὁπως η σκόνη, η σκουριά, το κατακάθι 2. μτφ. (για πρόσ.) απόρριμμα, κάθαρμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»